κατευθυντικότητα

κατευθυντικότητα
η
(ραδιοηλ.) η ιδιότητα τών κεραιών να ακτινοβολούν, δηλ. να εκπέμπουν, προς μία ή περισσότερες επιλεγμένες κατευθύνσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υποτιθέμενο *κατευθυντικός (< κατευθύνω) ως απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. directivity].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατευθύνω — (AM κατευθύνω) ασκώ κυριαρχική επιβολή σε κάποιον, τὸν επηρεάζω στις ενέργειές του, διευθύνω, καθοδηγώ (α. «η λογική πρέπει να κατευθύνει τους λόγους και τις πράξεις μας» β. «κατευθυνέτω τὰς φύσεις τῶν παίδων», Πλάτ.) νεοελλ. 1. μέσ. κατευθύνομαι …   Dictionary of Greek

  • λέιζερ — (laser). Διάταξη παραγωγής ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων με συχνότητα που αντιστοιχεί στην περιοχή του ορατού φάσματος ή κοντά σε αυτό. Ο όρος λ. προέρχεται από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων: Light Amplification (by) Stimulated Emission (of)… …   Dictionary of Greek

  • μικρόφωνο — Ηλεκτρομηχανικό σύστημα ικανό να μετατρέπει τα ηχητικά κύματα που προσκρούουν πάνω σε αυτό, σε ηλεκτρικές ταλαντώσεις. Η λειτουργία του μ. βασίζεται ουσιαστικά στο ότι τα ηχητικά κύματα όταν προσκρούουν για παράδειγμα πάνω σ’ ένα έλασμα, αυτό… …   Dictionary of Greek

  • στοιχειοκεραία — η, Ν διάταξη γραμμικών κεραιών οι οποίες ενώνονται σε σειρά κατά ομάδες για την επίτευξη χρήσιμων χαρακτηριστικών, όπως είναι η μεγαλύτερη κατευθυντικότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”